μαυροπούλι

μαυροπούλι
το скворец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαυροπούλι" в других словарях:

  • μαυροπούλι — το ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού Sturnus unicolor, συγγενικού με το ψαρόνι …   Dictionary of Greek

  • μαυροπούλι — το ιού, το πουλί ψαρόνι, ο στούρνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαρόνι — (sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20 24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας …   Dictionary of Greek

  • ψαρόνι — το είδος πουλιού, ψαροπούλι, μαυροπούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»